- κατομβρίζομαι
- κατομβρίζομαι (Μ)1. κατομβρούμαι* («ἐν τοῑς συνεχῶς κατομβριζομένοις», Γεωπ.)2. βρέχω, ρίχνω βροχή3. (το ενεργ.) κατομβρίζωραίνω, ραντίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ὀμβρίζω / -ομαι «βρέχω» (< ὄμβρος «βροχή»)].
Dictionary of Greek. 2013.